Η προσχολική ηλικία αποτελεί αναμφισβήτητα μία περίοδο από τις πλέον
σημαντικές στη ζωή κάθε παιδιού, αφού είναι κοινώς αποδεκτό από την
επιστημονική κοινότητα της ψυχολογίας ότι η επίδραση των πρώτων
εμπειριών και τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος είναι καθοριστικής
σημασίας για την μετέπειτα ψυχοσωματική, νοητική και συναισθηματική
ανάπτυξη του.
Κατά την περίοδο αυτή σημαντικό ρόλο παίζει η επίδραση των γονέων και
των εκπαιδευτικών πάνω στο παιδί. Στην περίπτωση μάλιστα όπου αυτό
αντιμετωπίζει προβλήματα συμπεριφοράς, τα πρώτα αυτά χρόνια είναι
ιδιαίτερα κρίσιμα και καθιστούν απαραίτητη την ενεργοποίηση των
προαναφερθέντων φορέων που θα παρέμβουν ευεργετικά με στόχο πάντα τη
μεγιστοποίηση της αναπτυξιακής του πορείας. Σημειωτέον είναι ότι όσο πιο
έγκαιρα διαπιστωθεί μια αναπτυξιακή διαταραχή, τόσο πιο μεγάλη θα είναι
και η πιθανότητα να ωφεληθεί το παιδί από στρατηγικές παρέμβασης, ώστε
να αναπτύξει μηχανισμούς αναπλήρωσης των αναγκών του.
Ενδείξεις που μπορούν να βοηθήσουν τον παιδαγωγό και τον γονέα να
οδηγηθεί στην υπόθεση ότι ένα παιδί παρουσιάζει πρόβλημα συμπεριφοράς
είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση και κατάθλιψη (μιλά μειωτικά για τον εαυτό του, υπερβολικά ενεργητικό ή κουρασμένο, απροθυμία να εργαστεί), οι διαταραγμένεςσχέσεις με τους συμμαθητές του( δεν έχει φίλους, επιτίθεται, τα άλλα παιδιά δεν επιζητούν την παρέα του), οι διαταραγμένες σχέσεις με γονείς και παιδαγωγούς (λέει ψέματα, κλέβει, δεν πειθαρχεί), τα μειονεκτήματα σε γλώσσα και ομιλία (δεν κατανοεί απλές οδηγίες, δε μιλάει, κόβει τις λέξεις), τα μειονεκτήματα στην αδρή και λεπτή κινητικότητα.
Λόγοι εμφάνισης των προβλημάτων συμπεριφοράς δύνανται να αποτελούν οι
περιβαλλοντικοί παράγοντες (ανεπάρκεια εκπλήρωσης μιας βασικής ανάγκης
του παιδιού ή οι άσχημες οικογενειακές συνθήκες ζωής) και οι
φυσιολογικοί παράγοντες(εγκεφαλικές βλάβες, έλλειψη ορμονικής
ισορροπίας).
Το ανυπάκουο κι επιθετικό παιδί, δεν έχει μάθει να αναβάλλει
την άμεση, στιγμιαία ικανοποίηση για μια μελλοντική μεγαλύτερη
ικανοποίηση που μπορεί να επιτευχθεί με κοινωνικά ανεκτό τρόπο. Αυτά τα
παιδιά έχουν μεγαλώσει σε περιβάλλον το οποίο δεν τους προσέφερε αρκετές
ικανοποιήσεις σε καμία στιγμή ώστε να τους επιτρέψει να ελέγχουν τις
παρορμήσεις τους με αντάλλαγμα κάποια μεγαλύτερη,μελλοντική απόλαυση. Η
στάση όμως των εκπαιδευτικών μπορεί να αποτελέσει κι αυτή με τη σειρά
της αιτία πρόκλησης προβλημάτων συμπεριφοράς. Εν προκειμένω, αυτά
αναδύονται όταν το παιδί δοκιμάζει μια σειρά από εμπειρίες που
ενθαρρύνουν την προβληματική συμπεριφορά του. Για παράδειγμα, ένα παιδί
μπορεί να αποκτήσει τον τίτλο του ταραχοποιού της τάξης απλώς και μόνο
επειδή η νηπιαγωγός το θεώρησε δύσκολο να συνεννοηθεί μαζί του. Κατά
συνέπεια, το παιδί αυτό θα συνεχίσει να φέρεται άσχημα- γεγονός που θα
συμφωνεί με τις προσδοκίες της νηπιαγωγού- επειδή θα του είναι
περισσότερο δύσκολο να αντιστρέψει τη γνώμη της.
Το αποτραβηγμένο στον εαυτό του παιδί, που φαίνεται ήσυχο,
υπάκουο και πολύ ευγενικό, χαμογελά και ενοχλεί ελάχιστα, τείνει να
αποτραβηχτεί από τους άλλους και να βυθιστεί σε φαντασιώσεις οι οποίες
του είναι περισσότερο ικανοποιητικές από τον πραγματικό κόσμο. Αυτά τα
παιδιά βρίσκονται σε πραγματικά δύσκολη θέση. Το περιβάλλον τους,
σχολικό και οικογενειακό τα αντιμετωπίζει ως φυσιολογικά και
«καλοαναθρεμμένα παιδιά», αλλά είναι δυστυχώς πιθανό να συντρίβονται από
φυσιολογικές εντάσεις της καθημερινής ζωής, ιδίως μετέπειτα κατά την
εφηβική τους ηλικία. Τα παιδιά αυτά δεν εξωτερικεύουν τα συναισθήματα
τους, αλλά κάποια στιγμή θα εκδηλώσουν βάναυσα την απόκρυφη επαναστατική
τους διάθεση (συναισθήματα οργής και θυμού που τόσο καιρό τα
απωθούσαν).
Επιπλέον, παιδιά με υπερκινητικότητα βρίσκονται σε
επικινδυνότητα. Έχουν περισσότερες πιθανότητες από τα άλλα παιδιά να
παρουσιάσουν μαθησιακές δυσκολίες. Χαρακτηρίζονται από γενικευμένη αδρή
κινητική υπερδραστηριότητα (συνεχές τρέξιμο, σκαρφάλωμα). Η δυσκολία
προσοχής και η παρορμητικότητα φαίνονται από τη συνεχή και ταχύτατη
εναλλαγή των δραστηριοτήτων. Στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, συμβάντα
όπως η συχνή μετακίνηση και αλλαγή κατοικίας, η γέννηση ενός αδελφού,
ένας θάνατος μέσα στην οικογένεια, η αντίθεση μεταξύ των γονέων, το
διαζύγιο, το άγχος της εγκατάλειψης δύνανται να αποτελέσουν έναυσμα για
την εμφάνιση προβλημάτων συμπεριφοράς.
Το παιδί χρειάζεται να ικανοποιείται από τις σχέσεις του με τους
γονείς και τον παιδαγωγό και να αισθάνεται τους περιορισμούς που του
θέτουν οι προσδοκίες τους. Αν λείπει το συναίσθημα της ικανοποιήσεως ή
του περιορισμού θα εμφανιστεί κάποιο πρόβλημα. Ο υπερβολικά ανεκτικός
γονέας που προσφέρει ελάχιστη ή και καμία ικανοποίηση, απωθεί το παιδί. Ο
γονέας που απουσιάζει, που θέτει ασθενή πρότυπα ή που είναι ασυνεπής,
μπορεί άθελά του να ωθήσει το παιδί να αναζητήσει πρότυπα συμπεριφοράς
κάπου αλλού- πιθανόν φίλους , οι οποίοι να έχουν και αυτοί με τη σειρά
τους παρόμοια προβλήματα και έτσι να υπάρξει μια μαζική αποξένωση από
τις αξίες και τα πρότυπα του κόσμου των ενηλίκων. Το παιδί έχει την
ανάγκη να νοιώθει ότι οι ενήλικοι γνωρίζουν ότι αποτελεί ξεχωριστό άτομο
με τα ατομικά του δικαιώματα. Χρειάζεται βοήθεια να χρησιμοποιήσει τα
δικά του μέσα ώστε να αναγνωρίζουμε τις επιτυχίες του. Ένας καλός γονέας
και εκπαιδευτικός αντιδρά στα συναισθήματα του παιδιού και ανταποδίδει
συναισθήματα αγάπης και σεβασμού.