Καλοκαίρι του 2016.. Η
φυσιολατρική μας διάθεση μάς είχε ακόμη μία φορά κατακλύσει. Και πώς μπορούσαμε
να μην ενδώσουμε άλλωστε σε αυτήν, αφού αυτός ο τόπος είναι μαγικός κι
ονειρεμένος. Η Ηρακλειά είναι ένα μικρό νησάκι που ανήκει στο σύμπλεγμα νησίδων
των Μικρών Κυκλάδων, πολύ κοντά στην αρχόντισσα Νήσο Νάξο.
Αυτόν τον τόπο τον αγάπησα
αμέσως και νιώθω πως ήταν αμοιβαίο. Κάτι ένιωσε κι αυτός ο τόπος για εμένα..
Διότι, μου δώθηκε απλόχερα σε εικόνες, εμπειρίες, ανθρώπους και
συναισθήματα. Η πρώτη μου φορά που κολύμπησα σε απόσταση αναπνοής με μιά
τεράστια χελώνα Καρέττα, το πρώτο μου ωτοστόπ, η πρώτη μου εξονυχιστική
ξενάγηση σε σπήλαιο! Όλα αυτά εδώ, σε αυτόν τον υπερβατικό τόπο που δεν έχει
τίποτα να ζηλέψει από τα μεγαλεπήβολα τουριστικά νησιά τριγύρω του. Θα τολμούσα
να πω ότι αντιθέτως, τα γύρω μεγαλα νησιά έχουν να ζηλέψουν πολλά από την
Ηρακλειά!
Το στοιχείο όμως ενός τόπου
που δηλώνει τρανταχτά τον χαρακτήρα του είναι ένα και μοναδικό: οι άνθρωποι
του. Οι κάτοικοι, οι οποίοι παλεύουν και αγωνίζονται με ευλάβεια αλλά και
αυτοσεβασμό για να ζήσουν. Τους ζηλεύω, γιατί απολαμβάνουν αυτό το μοναδικό
προνόμιο, να ζούν σε αυτόν εδώ τον «πλούσιο» τόπο. Ένας πλούτος που ισάξιος του
δεν βρίσκεται εύκολα, ένας πλούτος που χρειάζεται να αποκωδικοποιηθεί από ψυχή
φυσιολατρική για να εκτιμηθεί δεόντως!
Κάπως έτσι, μέσα σε αυτό το
εκστατικό συναίσθημα, συναντήσαμε τον Φάνη σ’ εκείνο το μονοπάτι προς το
Σπήλαιο του Άη Γιάννη. Έναν νεαρό άντρα, με παιδικό ενθουσιασμό για τα κάλλη
του τόπου του που έσταζε μέλι όταν μιλούσε γι αυτόν. Η τύχη μας μάς οδήγησε σ’
εκείνον, διότι χωρίς τις γνώσεις του για όλες τις σπιθαμές του τόπου του δεν θα
μπορούσαμε να είχαμε εξερευνήσει το σπήλαιο μέχρι βαθιά, εκεί στα γλιστερά
βράχια, στο σκοτάδι.
Ο Φάνης Γαβαλάς |
Χωρίς φόβο, με εμπιστοσύνη
προς το πρόσωπό του, μας οδήγησε σε εικόνες που ομολογουμένως δεν έχουμε
ξαναδεί. Το φωτεινό του, ενθουσιώδες πρόσωπο ήταν το ίδιο δυνατό όπως οι φακοί
που μας φόρεσε στο κεφάλι μας, διότι διαφορετικά η προσπέλαση του χώρου ήταν
αδύνατη.
Ο Φάνης είχε μεγάλη ιστορία
πίσω του, όπως ο κάθε νέος, άλλωστε της εποχής μας που μαστίζεται από την
μεγάλη κρίση, αυτήν την οικονομικο-ηθικο-κοινωνικο-πολιτισμική κρίση που
καταδυναστεύει τον σύγχρονο κόσμο και τον φέρνει αντιμέτωπο με τις
εσωτερικευμένες του «Λερναίες Ύδρες». Αυτές που κόβεις για να σωθείς, αλλά από
κάτω ξεφυτρώνουν διπλά τα εμπόδια της λύτρωσης σου.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα,όπου
και έζησα μέχρι την ηλικία των εφτά ετών», άρχισε να μας αφηγείται ο Φάνης κατά
την πεζοπορική μας διαδρομή. «Οι μνήμες μου από εκεί λίγες και θωλές. Έβλεπα
ελάχιστα τους γονείς μου, οι οποίοι δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ για να
τα βγάζουμε πέρα οικονομικά.Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το περνούσα με τον
αδερφό μου κλεισμένος σε ένα διαμέρισμα. Με τους λίγους φίλους που είχα από το
νηπιαγωγείο και αργότερα δημοτικό ποτέ δεν μπόρεσα να συναντηθώ εκτός σχολείου,
ήταν επικίνδυνο να παίζεις χωρίς την παρουσία γονέων και οι γονείς ήταν
απασχολημένοι. Για καλή μου τύχη, όμως, οι γονείς μου αποφάσισαν να
μετακομίσουμε στην Ηρακλειά,το νησί από το οποίο καταγόταν και διέμενε ο παππούς
μου.Εκεί βρήκαν και οι δυο άμεσα δουλειά με την οποία επιβιώναμε αξιοπρεπώς. Τα
έξοδα λιγοστά, αισθανόσουν ευτυχισμένος με τα απαραίτητα και όχι τεχνητές
ανάγκες. Έντεκα παιδιά ήμασταν όλα κι όλα στο νησί αλλά ήμασταν μία παρέα.
Παιχνίδι πριν το σχολείο, παιχνίδι στα διαλείμματα, παιχνίδι από το μεσημέρι
έως το βράδυ. Δεν υπήρχε ανάγκη για διάβασμα στο σπίτι μιας και όλες οι απορίες
λύνονταν την ώρα του μαθήματος. Η μόνη μας έγνοια ήταν ποιός θα πιάσει πιο
πολλά ψάρια ή ποιός θα πετύχει πιο πολλά κουτάκια με τα τόξα που κατασκευάζαμε.
Μπάσκετ, ποδόσφαιρο, ξυπόλητοι στην παραλία, μπάνιο, κρυφτό, κυνηγητό. Ήρεμη,
ανέμελη και ευτυχισμένη παιδική ηλικία!»
Το ελαφρύ αεράκι φυσούσε
καθώς ανηφορίζαμε στο καλοδιάβατο μονοπάτι κι η θέα δίπλα μας συγκλονιστική
συνέθετε ένα καταπληκτικό σκηνικό που πλαισίωνε με αρχοντιά τα λόγια του
Φάνη....
«Κάπως έτσι έζησα έως ότου
έγινα 15 ετών όπου μετακομίσαμε στην Νάξο οικογενειακώς μέχρι να τελειώσω το
Λύκειο. Σε σύγκριση με την Ηρακλειά μου φάνηκε σαν τεράστια πόλη! Και ξαφνικά
το παιχνίδι σταμάτησε. Εκατοντάδες παιδιά που έπρεπε να εκμεταλλευτούν
τον χρόνο τους ώστε να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις (τα
υποτιθέμενα εφόδια του μέλλοντος). Διάβασμα, εργασίες, φροντιστήρια, Αγγλικά,
Γαλλικά. Ακόμα και το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο έμοιαζαν λιγότερο
διασκεδαστικά. Ομάδες, προπονήσεις, ταξίδια, ανταγωνισμός, να γίνεις καλύτερος
και να νικήσεις....» ... «Και έγινα καλύτερος και πέρασα ως φοιτητής
Μηχανολόγος Μηχανικός στο Μετσόβιο, ξανά στην Αθήνα, στο ίδιο παλιό μου
διαμέρισμα. Επιτέλους, φοιτητική ζωή!Αλλά, ήταν διαφορετική από ό,τι την είχα
φανταστεί. Ανταγωνισμός και πάλι. Ποιός θα κρατήσει καλύτερες σημειώσεις? Ποιός
θα πάρει μεγαλύτερο βαθμό? Ομάδες σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ σχεδόν
επαγγελματικές. Κι η πρώτη μου επαφή με κάτι άγνωστο,τα κόμματα.”Έλα σε μας
έχουμε τις καλύτερες εργασίες”, ”έλα σε μας διοργανώνουμε τα καλύτερα πάρτυ”.
Αν δεν επιλέξεις κανένα είσαι απόκληρος. Πρώτη επαφή και με τον υπολογιστή,ήταν
κάτι χρήσιμο που έπρεπε να μάθω.Βέβαια στην πορεία ανακάλυψα ότι είχε και
πολλές ελκυστικές παγίδες που με απορρόφησαν,μέσα κοινωνικής δικτύωσης(που στην
πραγματικότητα σε έκαναν αντικοινωνικό), παιχνίδια που σου έδιναν την αίσθηση
της εύκολης και γρήγορης ανταμοιβής χωρίς κόπο και κίνδυνο αποτυχίας. Δυστυχώς
η πίεση και το άγχος με έκαναν να αποδώσω πολύ λιγότερο από τις δυνατότητες μου.»
Ο λόγος του αυθόρμητος κι
αυθεντικός κι εμείς αδύναμοι να τον διακόψουμε καθώς κατέθετε τα βιώματά του
τόσο αυτούσια, χωρίς ίχνος ενδοιασμού, με θάρρος και τόλμη!
«Ύστερα επιτέλους πτυχίο και
ώρα να ξεκινήσω μια καινούρια ζωή! Η αγορά εργασίας όμως στην περίοδο του
οικονομικού πολέμου που ζούμε με απογοήτευσε για άλλη μία φορά. Εκατοντάδες
βιογραφικά, συνεντεύξεις, μήνες ανεργίας. Η ανεργία σε κάνει και αισθάνεσαι
άχρηστος,αποτυχημένος,με κατάθλιψη και χωρίς πραγματική θέληση για ζωή. Ώσπου
βρήκα την πρώτη μου δουλειά! Άσχετη με αυτό που σπούδασα,μικροσκοπικός μισθός,
στόχοι που έπρεπε να πιάσω,συνθήκες μεσαίωνα. Παρόμοιες συνθήκες αντιμετώπιζε
και η σύζυγος μου, την οποία έβλεπα ελάχιστα.» ... «Η
πίεση δεν άργησε να με καταβάλλει, μόνο που αυτή την φορά με ώθησε σε κάτι
καλό! Παραιτηθήκαμε και οι δύο από τις δουλειές μας και πήραμε την
απόφαση να μετακομίσουμε μόνιμα στην Ηρακλειά! Δύσκολη απόφαση, ποιός τρελός
πάει να μείνει μόνιμα σε ένα νησάκι της άγονης γραμμής με 80 κατοίκους? Η
πραγματικότητα βέβαια ήταν διαφορετική. Οι ντόπιοι μας υποδέχτηκαν με ανοιχτές
αγκάλες! Με την οικονομική υποστήριξη τον γονιών και πολύ προσωπική δουλειά
φτιάξαμε την δική μας επιχείρηση, τα ενοιαζόμενα δωμάτια «Μελτέμι»! Την κάθε
λεπτομέρεια την σχεδιάζαμε και την κάναμε πράξη με αγάπη, γιατί ήταν κάτι δικό
μας και το πονούσαμε, δεν νιώθαμε «σκλάβοι» όπως στο παρελθόν. Πρωινά, μαθήματα
κηπουρικής, φωτογραφίας και αστρονομίας, πεζοπορίες, παρατήρηση πτηνών,
ξεναγήσεις σε αξιοθέατα, βόλτες με καϊκάκια, δεν άργησαν να κάνουν την
επιχείρηση επιτυχημένη! Ο κόπος ήταν πολύς και πάλι, αλλά ένιωθες μια γλυκιά
κούραση, όχι εξάντληση ψυχολογική. Κατά την διάρκεια του καλοκαιριού είχα επαφή
με χαρούμενους ανθρώπους και έκανα πολλές καινούριες φιλίες! Τον χειμώνα έχω
χρόνο να πάω ένα ταξίδι,να μάθω μία ξένη γλώσσα ή κάποιο μουσικό όργανο,να
ψαρέψω και να καλλιεργήσω τα λαχανικά μου, να μαγειρέψω το φαγητό που θα ήθελα
να φάω. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ότι έχω ελεύθερο χρόνο να περάσω μαζί
με την γυναίκα μου και σύντομα το παιδί μου! Εγώ στην Ηρακλειά ξαναβρήκα τον
χαμένο μου εαυτό, το χαμόγελο μου!Την αίσθηση ότι είμαι χρήσιμος,ότι είμαι
δυνατός και ικανός για τα πάντα, την αισιοδοξία για την ζωή! Η ευτυχία
βρίσκεται μέσα μας και παίζει κρυφτό! Ξεκινήστε το παιχνίδι λοιπόν!»
Κάπου εδώ φτάσαμε στον
προορισμό μας, το πέρασμα του χρόνου όμως δεν έγινε διόλου αισθητό, αφού πλέον
άρχισε να σουρουπώνει κι ο Φάνης είχε κάνει την κατάθεση ψυχής του σε εμάς.
Αυτή η κατάθεση, έκανε εμάς ακόμη πιο «πλούσιους» φεύγοντας από αυτό το νησί..
Μάθαμε, κατανοήσαμε πόσο σημαντικό είναι εν μέσω αυτής της εποχής να τολμάς, να
ρισκάρεις και να αδράττεις την ευκαιρία που εσύ θα δημιουργήσεις για το μέλλον
σου. Διότι, στις μέρες μας, οι ευκαιρίες πλέον κρύβονται μέσα μας, δεν είναι
εξωγενείς. Δημιουργούνται από εμάς, για εμάς και στο δικό μας χέρι πάλι είναι
να τις αδράξουμε. Γιατί είμαστε η γενιά των αυτοδημιούργητων νέων Ελλήνων που
μπορούν να σηκώσουν υπερήφανα το σώμα ψηλά απέναντι σε οποιαδήποτε πηγή
ταπείνωσης και υποτίμησης. Να αρχίσουμε ξανά να ελπίζουμε από την αρχή!
Αυτό μας κατέθεσες Φάνη με
την δική σου ιστορία! Και σ’ ευχαριστούμε!